fértil - ορισμός. Τι είναι το fértil
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι fértil - ορισμός

Fértil; Férteis
  • Plantação de [[trigo]] na [[Índia]]

fértil         
adj (lat fertile)
1 Biol Capaz de conceber ou de gerar prole; não estéril.
2 Biol Suscetível de se desenvolver em novo indivíduo: Ovo fértil.
3 Que produz muito e com facilidade; fecundo
Antôn: estéril, maninho, sáfaro.
Fértil         
adj.
Que produz, que é fecundo.
Que produz muito.
Pl.
Férteis.
Des.
Fértiles: «...que são terras chans e muito fértiles...» Filinto, D. Man., III, 156.
(Lat. fertilis)
Fertilidade         
Fertilidade (do latim fertilitate) ou fecundidade é o termo empregado para categorizar a capacidade de se produzir algo com facilidadeFERREIRA, A. B.

Βικιπαίδεια

Fertilidade

Fertilidade (do latim fertilitate) ou fecundidade é o termo empregado para categorizar a capacidade de se produzir algo com facilidade (geralmente, vida). Pode referir-se aos animais ou plantas aptos para a reprodução ou a um tipo de solo, água ou clima com características que permitam manter animais ou vegetais em abundância.